- αμαύριστος
- η , ο1) не окрашенный в чёрный цвет; 2) незабаллотированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαύριστος — η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε μαύρος, αμουντζούρωτος: Δεν είχαν αφήσει τοίχο αμαύριστο. 2. αυτός που δεν πήρε μαύρες ψήφους, που δεν καταψηφίστηκε: Στο χωριό αυτό σε καμιά εκλογή δεν έμεινε αμαύριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαύριστος — η, ο [μαυρίζω] 1. αυτός που δεν μαυρίστηκε, δεν βάφηκε μαύρος, ο αμουντζούρωτος 2. (για υποψήφιους σε εκλογές) αυτός που δεν έλαβε μαύρη ψήφο, που δεν καταψηφίστηκε … Dictionary of Greek